υδροστατικός

υδροστατικός
η , ό[ν] гидростатический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υδροστατικός" в других словарях:

  • υδροστατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορροπία τών υγρών και στην πίεση που ασκείται πάνω στα τοιχώματα τού αγγείου που τα περιέχει 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροστατική φυσ. κλάδος τής μηχανικής τών ρευστών που έχει ως αντικείμενο την μελέτη …   Dictionary of Greek

  • υδροστατικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην ισορροπία των υγρών και στην πίεση που ασκούν αυτά στα τοιχώματα των δοχείων που τα περιέχουν: Υδροστατική στάθμη. 2. το θηλ. ως ουσ., υδροστατική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»